θεράπων

θεράπων
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων. Σε κάποιον διωγμό των χριστιανών φυλακίστηκε από τον άρχοντα Βαλεριανό και, αφού βασανίστηκε σκληρά, αποκεφαλίστηκε και ρίχτηκε στον ποταμό Έρμο. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Μαΐου. 3. Ένας από τους «μάρτυρες και όσιους Τριακόσιους τους εν Κύπρω». 4. Μαρτύρησε πιθανώς με ξίφος μαζί με τον Μακάριο, τον Μάρκιο και τη Μαρκία. Η μνήμη τους τιμάται στις 26 Ιουνίου.
* * *
ο, θηλ. θεράπαινα και θεραπαινίδα, η (Α θεράπων, θηλ. θεράπαινα και θεραπαινίς)
1. αυτός που περιποιείται κάποιον, που φροντίζει για κάποιον («θεράπων ιατρός»)
2. αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε κάποιον επί μισθώ, ο υπηρέτης («πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδίδεται με κάτι με ζήλο («θεράπων τών επιστημών»)
2. ζωολ. γένος περκόμορφων οστεοϊχθύων τής οικογένειας theraponidae
3. φρ. α) «θεράπων τής θέμιδος» — νομικός, δικηγόρος
β) «ταπεινότατος θεράπων» — φράση που τίθεται πριν από την υπογραφή σε επιστολή προς υψηλό πρόσωπο
αρχ.
1. σύντροφος, ακόλουθος («δοιὼ θεράποντε», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που προσφέρει σε κάποιον ορισμένη υπηρεσία («ἡνίοχον θεράποντα», Ομ. Ιλ.)
3. ο λάτρης («παρὰ τὸν θεὸν ἀπιέναι, οὖπερ εἰσὶ θεράποντες», Πλάτ.)
4. ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. για την ερμηνεία τής οποίας υποστηρίχθηκαν δύο, κυρίως, απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, αρχική θεωρείται η σημ. τού θεράπνη «κατοικία, διαμονή» (πρβλ. λακων. τοπωνύμιο θεράπνᾶ, -αι), από την οποία προήλθε υστερογενώς η σημ. «υπηρέτρια, δούλη» (πρβλ. και οικέτης < οίκος). Η όλη λεξιλογική οικογένεια έχει, κατ' αυτόν τον τρόπο, προελληνική προέλευση και παρατηρείται μια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αντιστοιχία με το τέραμνα «σπίτια», ενώ το θέραψ, παράλληλος τ. τού θεράπων, συνδέεται με το λατ. trabs «δοκός, ρόπαλο, ακόντιο». Όμως αυτή η υπόθεση δεν λαμβάνει υπ' όψιν την αρχική σημ. τής λ. θεράπων «εταίρος, ακόλουθος» (Ομ.). Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η λ. θέραψ είναι δάνειο από χεττ. tarpašša-, ενώ η λ. θεράπων από χεττ. *tarpan-. Από σημασιολογικής απόψεως η λ. θεράπων με την παρακμή τής φεουδαλικής κοινωνίας έπαψε να δηλώνει τον επί μισθῴ, ακόλουθο ή τον σκλάβο που υπηρετούσε τον αφέντη του και εξελίχθηκε σ' αυτόν που ασχολείται με τη φροντίδα ή την περιποίηση ενός πράγματος (βλ. και λ. θεραπεύω). Τέλος, σε πολλές ινδοευρωπ. γλώσσες δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ τών λέξεων με σημ. «σκλάβος» και «υπηρέτης». Μια λέξη με σημ. «σκλάβος» μπορεί να δηλώνει και τον υπηρέτη (πρβλ. λατ. servus) και αντίστροφα (πρβλ. λατ. famulus, ancilla). Στην Ελληνική απαντούν πολλά συνώνυμα τής λ. θεράπων, όπως ανδράποδον, διάκονος, δούλος, οικέτης, σκλάβος, υπηρέτης, για τα οποία βλ. λ. δούλος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. therapon.
ΠΑΡ. αρχ. θεράπαινα, θεραπίδιον, θεράπνη, θεραπόντιον, θεραποντίς, θεραπουσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεράπων — θέραψ masc gen pl θεράπων An Ox. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντεσσιν — θεράπων An Ox. masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντοιν — θεράπων An Ox. masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπόντων — θεράπων An Ox. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπον — θεράπων An Ox. masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντα — θεράπων An Ox. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντας — θεράπων An Ox. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντε — θεράπων An Ox. masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντες — θεράπων An Ox. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράποντι — θεράπων An Ox. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”